μπόλιασμα

μπόλιασμα
(Βοτ.). Πρακτική φυτοτεχνική μέθοδος, με την οποία γίνεται η μεταμόσχευση ενός ματιού ή τμήματος μικρού κλαδιού από ένα φυτό, του οποίου επιδιώκεται να διατηρηθούν τα χαρακτηριστικά, σ’ ένα άλλο, ιδιαίτερα εύρωστο, που ονομάζεται υποκείμενο. Το μ. είναι εξαιρετικά χρήσιμο στη γεωργία και ειδικότερα στη δενδροκομία, γιατί με αυτό είναι δυνατό να δημιουργηθούν ταχύτατα φυτά εύρωστα και με ορισμένα χαρακτηριστικά των γεννητόρων. Το μ. πραγματοποιείται χάρη στην ικανότητα των φυτικών ιστών να συγκολλώνται, ακόμα και αν ανήκουν σε διαφορετικά είδη, και να επιτρέπουν την ανταλλαγή των θρεπτικών διαλυμάτων. Οι δυνατότητες επιτυχίας του μ. είναι τόσο μεγαλύτερες όσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός βοτανικής συγγένειας. Συχνοί είναι οι μ. μεταξύ διαφορετικών ειδών του ίδιου γένους. Σπάνιοι είναι οι μ. μεταξύ φυτών διαφορετικών γενών, αλλά της ίδιας οικογένειας και άγνωστοι μεταξύ φυτών που ανήκουν σε διαφορετικές οικογένειες. Από τα πολλά είδη μ. κυριότερα είναι τα εξής: με προσέγγιση, με εγκεντρισμό και με ενοφθαλμισμό. Κατά το πρώτο, στον βλαστό του υποκείμενου γίνεται μία επίπεδη επιφανειακή τομή και πάνω σ’ αυτή προσαρμόζεται ανάλογη τομή, με την ίδια περίπου διάμετρο, που έχει γίνει στο κλαδί - μπόλι. Μετά τη συγκόλληση αποκόπτονται το κάτω τμήμα του μ. και το πάνω του υποκείμενου. Κατά τον εγκεντρισμό, κόβεται οριζόντια ο βλαστός του υποκείμενου και πάνω σ’ αυτόν γίνεται μία κάθετη σχισμή, στο άνοιγμα της οποίας προσαρμόζεται τμήμα βλαστού με ένα ή περισσότερα μάτια. Κατά τον ενοφθαλμισμό, αφαιρείται με μαχαιρίδιο από βλαστό του μ. ξυλοφόρο μάτι με τμήμα φλοιού και συχνά ξύλου, ο οποίος τοποθετείται, μέσα από κατάλληλη σχισμή, κάτω από τον φλοιό του υποκείμενου. Σε κάθε περίπτωση, για την πλήρη επιτυχία του μ. είναι πάντοτε απαραίτητο να καλύπτονται τελείως οι πληγές, είτε του υποκείμενου είτε του μ., ώστε το νερό, η σκόνη και κυρίως οι μικροοργανισμοί να μην μπορούν να περάσουν. Αυτό επιτυγχάνεται με κατάλληλες αλοιφές. Οι πιο διαδεδομένοι τύποι εμβολιασμού. Εγκεντρισμός: 1) εμβόλιο έτοιμο για εμβολιασμό? 2) εμβόλια τοποθετημένα στο υποκείμενο (πριν από το δέσιμο). Υπόφλοιος (στεφανίτης) εγκεντρισμός? 3) υποκείμενο με τρία εμβόλια που έχουν εμβολιαστεί. Ενοφθαλμισμός με αυλό? 4) έτοιμο εμβόλιο? 5) υποκείμενο έτοιμο για ακραίο εμβολιασμό? 6) υποκείμενο έτοιμο για ενδιάμεσο εμβολιασμό. Εμβολιασμός με προσέγγιση? 7) υποκείμενο με εμβόλιο έτοιμα για εμβολιασμό. Ενοφθαλμισμός με σχισμή? 8) υποκείμενο που έχει προετοιμαστεί με σχισμή κατά Τ? 9) εμβόλιο με έναν οφθαλμό? 10)εμβόλιο που έχει προσαρμοστεί κάτω από τον φλοιό του υποκειμένου? 11) εμβόλιο περιδεμένο. Δεξιά, εμβολιασμός με εγκεντρισμό κατά το δέσιμο. Οι ιθαγενείς της Αυστραλίας χρησιμοποιούν με εξαιρετική επιδεξιότητα το μπούμερανγκ, κάνοντάς το να διαγράφει απλές τροχιές (Α) ή προσδίδοντάς του συγχρόνως καθορισμένες κινήσεις περιστροφής και φοράς, έτσι ώστε οι τροχιές να γίνονται ιδιαίτερα περίπλοκες (Β, Γ, Δ). Κάτω δεξιά, μερικοί τύποι μπούμερανγκ.
* * *
το [μπολιάζω]
1. εμβολιασμός
2. (σχετικά με δένδρο) εγκεντρισμός
3. συνεκδ. κάθε μπολιασμένο δένδρο πριν να αναπτυχθεί
4. μτφ. μετάδοση ιδεών ή αισθημάτων με έντεχνο τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μπόλιασμα — το ο εμβολιασμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εγκέντριση — η (Α ἐγκέντρισις) (για φυτά) ενοφθαλμισμός, εμβολιασμός, μπόλιασμα νεοελλ. (για άλογα) σπιρούνισμα …   Dictionary of Greek

  • εγκεντρίδα — η (Α ἐγκεντρίς) (για άλογα) ο πτερνιστήρας, σπιρούνι νεοελλ. γεωργικό εργαλείο που χρησιμεύει στο μπόλιασμα τών φυτών αρχ. 1. το κεντρί τών εντόμων 2. βούκεντρο 3. είδος γραφίδας που κατέληγε σε αιχμηρή άκρη 4. κομμάτι σίδερο με μυτερή άκρη που… …   Dictionary of Greek

  • εμβολιασμός — Διαδικασία ενοφθαλμισμού λοιμώδους νόσου στον οργανισμό, μέσω εισαγωγής εμβολίων στο σώμα, με σκοπό να ανοσοποιηθεί ενεργητικά, δηλαδή μέσω της παραγωγής αντισωμάτων. Τα εμβόλια χρησιμοποιούνται τόσο για την πρόληψη (προφυλακτικά εμβόλια) όσο και …   Dictionary of Greek

  • εμφυλλισμός — ἐμφυλλισμός, ο (AM) η ενοφθάλμιση, ο εγκεντρισμός, το μπόλιασμα μοσχεύματος σ ένα δένδρο …   Dictionary of Greek

  • εμφυτεία — ἐμφυτεία, η (Α) ενοφθαλμισμός, εγκεντρισμός, μπόλιασμα …   Dictionary of Greek

  • ενθεματισμός — ο (Α ἐνθεματισμός) [ενθεματίζω] εγκεντρισμός, ενοφθαλμισμός, μπόλιασμα …   Dictionary of Greek

  • επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης …   Dictionary of Greek

  • επεμβολή — ἐπεμβολή, η (AM) [επεμβάλλω] μσν. μπόλιασμα δέντρου αρχ. παρεμβολή …   Dictionary of Greek

  • ευλογιασμός — ο [ευλογιάζω] ιατρ. ο εμβολιασμός με τον ιό τής νόσου ευλογίας για προφύλαξη από αυτήν, ο δαμαλισμός, το μπόλιασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”